αἱματῶν

αἱματῶν
αἱμάτη
fem gen pl
αἱματάω
to be bloodthirsty
pres part act masc voc sg
αἱματάω
to be bloodthirsty
pres part act neut nom/voc/acc sg
αἱματάω
to be bloodthirsty
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
αἱματάω
to be bloodthirsty
pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)
αἱματόω
make bloody
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
αἱματόω
make bloody
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
αἱματόω
make bloody
pres part act masc nom sg
αἱματόω
make bloody
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αἱμάτων — αἱ̱μάτων , αἷμα blood neut gen pl αἱματάω to be bloodthirsty imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) αἱματάω to be bloodthirsty imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …   Православная энциклопедия

  • Paradiastole — (Greek, from παρα, para , next to, alongside, and στολη, stole , dress, dressing up) is the use of euphemism to soften the force of naming a vice or a virtue.Silva Rhetoricae (2006). [http://humanities.byu.edu/rhetoric/Figures/P/paradiastole.htm… …   Wikipedia

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • κρουνηδόν — (AM κρουνηδόν) επίρρ. σε άφθονη ροή ή σε μεγάλη ποσότητα όπως ο κρουνός («φερομένων κρουνηδόν τών αιμάτων», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμηδόν, σωρ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • πορφυρώνω — πορφυρόω, ῶ, ΝΜ [πορφύρα] βάφω με πορφυρό χρώμα, κοκκινίζω (α. «τής Αγάπης αίματα μέ πορφύρωσαν», Ελύτ.) β. «ἐπορφύρου γῆν ἡ ῥοὴ τῶν αἱμάτων», Θεοδόσ.) …   Dictionary of Greek

  • προσγελώ — άω, Α 1. χαμογελώ φιλικά σε κάποιον 2. γελώ με κάποιον 3. μτφ. ευφραίνω, τέρπω («ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Κόνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (444; – 389 π.Χ.). Γιος του πλούσιου Αθηναίου Τιμοθέου, ανέλαβε σε πολλές μάχες τη θέση του στρατηγού από το 414 έως το 413. Όταν ηττήθηκε ο Αλκιβιάδης στην Κύμη, του ανατέθηκε η ηγεμονία των… …   Dictionary of Greek

  • Σπαταλάς, Γεράσιμος — Έλληνας φιλόλογος, λογοτέχνης και μετρικός (Κέρκυρα 1887 Αθήνα 1971). Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Ίδρυσε το περιοδικό Μαύρος Γάτος (1920 1921). Σε νεαρότερη ηλικία δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, που απάνθισμα τους αποτέλεσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”